drive out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας drive out
γ΄ ενικό ενεστώτα drives out
αόριστος drove out
παθητική μετοχή driven out
ενεργητική μετοχή driving out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
drive out < drive + out

drive out (en)

  • βγάζω, πετάω κάποιον έξω, διώχνω κάποιον ως ανεπιθύμητο
    ⮡  I drive the enemy out of a city/a trench.
    Βγάζω τον εχθρό από μια πόλη/ένα χαράκωμα.
    ⮡  His father drove him out of the house.
    Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του.
    ⮡  They drove him out of the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out