drive out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | drive out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drives out |
αόριστος | drove out |
παθητική μετοχή | driven out |
ενεργητική μετοχή | driving out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]drive out (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- drive out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 243-244, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, διώχνω, πετώ