προσφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσφορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφορά < προσφέρω, προσ- + φορ- (φέρω) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.sfoˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σφο‐ρά
- τονικό παρώνυμο: πρόσφορα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσφορά θηλυκό
- η ενέργεια του προσφέρω, το να δίνεις σε κάποιον κάτι με επισημότητα σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης ή θρησκευτικής λατρείας κ.λπ.
- ⮡ Οι προσφορές των πιστών προς τους θεούς ήταν ήδη στο βωμό για τη θυσία.
- ⮡ 31-12-2009: Εθιμοτυπική προσφορά δώρων σε τροχονόμους (από το δικτυακό τόπο της Ελληνικής Αστυνομίας)
- το σύνολο όσων έχει προσφέρει κάποιος
- η συμβολή, το αξιόλογο έργο που έχει επιτελέσει κάποιος
- ⮡ η προσφορά του στον τομέα της επιστήμης ήταν μεγάλη.
- η πρόταση που υποβάλλει ένας οίκος σε υποψήφιο αγοραστή για την προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών, ιδιαίτερα στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού· η επιχειρηματική πρόταση, πχ αυτή για την εξαγορά μιας επιχείρησης
- ⮡ Οι φάκελοι των προσφορών πρέπει να κατατεθούν κλειστοί πριν την ημερομηνία και ώρα που λήγει ο διαγωνισμός.
- ※ Η Yahoo, η ιδιοκτήτρια της δεύτερης μεγαλύτερης μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο, απέρριψε την προσφορά εξαγοράς της από την Microsoft ... (εφημερίδα Ημερησία, 12 Φεβρουαρίου 2008)
- η διάθεση ενός προϊόντος σε ειδική τιμή, χαμηλότερη από εκείνη που συνηθίζεται είτε από αυτόν που το διαθέτει είτε γενικά στην αγορά
- (οικονομία) η διαθέσιμη ή προσφερόμενη προς αγορά ποσότητα ενός οικονομικού αγαθού σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή περίοδο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η ενέργεια του προσφέρω, όσα προσφέρει κάποιος
πώληση σε ειδική τιμή
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσφορᾱ́ | αἱ | προσφοραί |
γενική | τῆς | προσφορᾶς | τῶν | προσφορῶν |
δοτική | τῇ | προσφορᾷ | ταῖς | προσφοραῖς |
αιτιατική | τὴν | προσφορᾱ́ν | τὰς | προσφορᾱ́ς |
κλητική ὦ! | προσφορᾱ́ | προσφοραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσφορᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσφοραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσφορά < προσφέρω, προσ- + φορ- (φέρω) + -ά < πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσφορά θηλυκό
- προσφορά, δωρεά
- το να φέρνω κάτι κοντά σε άλλο
- προσαρμογή, εφαρμογή
- εισόδημα, πρόσοδος
- λήψη τροφής, τροφή, τρόφιμα
- αφιέρωμα
- ευεργεσία
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις προσφέρω και φέρω
Πηγές
[επεξεργασία]- προσφορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσφορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)